- πλεονεκτικά
- πλεονεκτικόςgreedyneut nom/voc/acc plπλεονεκτικά̱ , πλεονεκτικόςgreedyfem nom/voc/acc dualπλεονεκτικά̱ , πλεονεκτικόςgreedyfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλεονεκτικά — Ν επίρρ. βλ. πλεονεκτικός … Dictionary of Greek
πλεονεκτικάς — πλεονεκτικά̱ς , πλεονεκτικός greedy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… … Dictionary of Greek
πλεονεκτικός — ή, ό / πλεονεκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλεονέκτης] νεοελλ. αυτός που έχει πλεονεκτήματα, που βρίσκεται σε καλύτερη θέση σε σχέση με έναν άλλο μσν. αρχ. αυτός που ρέπει προς την πλεονεξία («... δικαίως καλεῑσθαι πλεονεκτικούς», Ισοκρ.). επίρρ...… … Dictionary of Greek